- φυλλίζω
- ΝΑ [φύλλον]νεοελλ.ναυτ. (για ιστίο) παύω να κολπώνομαι, τρεμοπαίζωαρχ.αφαιρώ τα φύλλα, ξεφυλλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλλιεῖς — φυλλίζω strip of leaves fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλίζεσθαι — φυλλίζω strip of leaves pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεφύλλικεν — ἀπό φυλλίζω strip of leaves perf ind act 3rd sg ἀπό φυλλίζω strip of leaves plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφυλλίζοντα — ἐκ φυλλίζω strip of leaves pres part act neut nom/voc/acc pl ἐκ φυλλίζω strip of leaves pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεφύλλιζον — ἐπί φυλλίζω strip of leaves imperf ind act 3rd pl ἐπί φυλλίζω strip of leaves imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφυλλίζω — ἐπιφυλλίζω (AM) ερευνώ, αναζητώ, εξετάζω με προσοχή αρχ. μαζεύω τα σταφύλια που απέμειναν μετά τον τρύγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυλλίζω (< φύλλον)] … Dictionary of Greek
φύλλισις — ίσεως, ἡ, Α [φυλλίζω] η αφαίρεση τών φύλλων, το ξεφύλλισμα … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
φυλλίσας — φυλλίσᾱς , φυλλίζω strip of leaves aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεφύλλισε — ἀπό φυλλίζω strip of leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)